- σηπτικά
- σηπτικόςputrefactiveneut nom/voc/acc plσηπτικά̱ , σηπτικόςputrefactivefem nom/voc/acc dualσηπτικά̱ , σηπτικόςputrefactivefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σηπτικάς — σηπτικά̱ς , σηπτικός putrefactive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδοκαρδίτιδα — Φλεγμονή του ενδοκαρδίου ή και των καρδιακών βαλβίδων, που συνήθως οφείλεται σε δευτεροπαθή βακτηριδιακή λοίμωξη, αλλά και σε άλλους παθογόνους παράγοντες. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει γενικά ταχυκαρδία, πυρετό, συμπτώματα εγκατεστημένης… … Dictionary of Greek